Ο Συγγραφέας

Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΗΘΟΓΡΑΦΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ι. ΚΑΦΕΤΖΑΚΗΣ - ΜΑΡΑΝΤΗΣ
(1886 - 1967)

Τῆς Μάρθας Ἀποσκίτου - Ἀλεξίου (περιοδικό «Ἀμάλθεια», τεῦχ. 45, τ. 10-12 / 1980)

Ὁ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΦΦΕΤΖΑΚΗΣ, γνωστός στά ἑλληνικά γράμματα μέ τό φιλολογικό ψευδώνυμο Γιῶργος Μαράντης, γεννήθηκε στή Νεάπολη Λασιθίου τό 1886. Μετά τίς γυμνασιακές του σπουδές ἦλθε στό Ἡράκλειο γιά νά παρακολουθήσει τό διδασκαλεῖο. Πολύ νέος ἄρχισε τήν ἐπαγγελματική του καριέρα καί ὑπηρέτησε ὡς δάσκαλος στήν Ἱεράπετρα καί στή Νεάπολη Λασιθίου. Πολέμησε μέ τό βαθμό τοῦ ἀνθυπολοχαγοῦ στούς Βαλκανικούς πολέμους καί στή Μικρά Ἀσία, ὅπου τραυματίσθηκε στό Ἐσκί-Σεχίρ. Μετά τή Μικρασιατική καταστροφή ἀνέλαβε τή διεύθυνση τοῦ Ἐμπειρικείου Ἱδρύματος ἀπροσαρμόστων παιδιῶν στή Σύρο, θέση πού διατήρησε καί στόν Ὠρωπό, ὅταν τό Ἵδρυμα μεταφέρθηκε ἐκεῖ. Παντρεύθηκε σέ πρῶτο γάμο μέ τήν Λυγερή Σκουριώτη καί ἀπέκτησε ἕνα γιό, τόν Γιάννη, (σπούδασε γεωπόνος καί ἔκαμε λαμπρή καριέρα στόν Καναδά καί στήν Ἀθήνα, ὅπου πέθανε τό 2002). Χήρεψε ὕστερα ἀπό λίγα χρόνια ἔγγαμης ζωῆς καί γιά δεύτερη φορά παντρεύθηκε τό 1939 μέ τήν Ἑλένη Βουρδουμπάκη, πού τοῦ συμπαραστάθηκε μέ μεγάλη στοργή ὡς τό θάνατό του, τό 1967, στήν Ἀθήνα, ὅπου ζοῦσαν.

Γεννημένος, ὁ Γεώργιος Καφφετζάκης - Μαράντης, σέ μιά μικρή κωμόπολη τῆς συντηρητικῆς Κρήτης τοῦ περασμένου αἰῶνα, μεγάλωσε μέ τή ζωντανή παρουσία ἑνός ἀιωνόβιου λαϊκοῦ πολιτισμοῦ, πού τόν βύζαξε μέ τῆς μάνας του τό γάλα. Αὐτό ἐπρόκειτο νά ἐπηρεάσει βαθύτατα τό μυαλό τοῦ νέου αὐτοῦ κρητικοῦ, πού συνεδύαζε μιά μοναδική πραότητα καί γλυκύτητα χαρακτήρα μέ μιά ἔμφυτη πνευματική ἀνησυχία, χαρακτηριστική καί ἄλλων συγχρόνων του Κρητικῶν. Στό Ἡράκλειο, ὅπου ἦλθε ἀπό τή Νεάπολη, γνωρίστηκε γρήγορα μέ τούς φιλολογικούς κύκλους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, τόν Ν. Καζαντζάκη, τόν Λευτέρη, τή Γαλάτεια καί τήν Ἕλλη Ἀλεξίου. τόν Ἰ. Κονδυλάκη καί τόν Ἰ. Μουρέλλο, πού ἐξέδιδε τότε τή «Νέα Ἐφημερίδα». Ἐκεῖ κάνει, τό 1910, τήν πρώτη δημοσιογραφική του παρουσία, δημοσιεύοντας ἐπιφυλλίδες καί χρονογραφήματα μέ τόν τίτλο «Ἐλεύθεραι Σκέψεις».

Σέ ἁπλή, ζωντανή καθαρεύουσα, μέ μιά ρομαντική διάθεση, γράφει, σέ ὕφος πρόχειρο ἀλλά ἀρκετά προσωπικό, γιά θέματα τῆς καθημερινῆς ζωῆς ἤ ἐκφράζει σκέψεις γύρω ἀπό τή φύση τοῦ ἀνθρώπου καί τή ζωή του. Ὁ στοχασμός του, ἤδη ἀπό τή νεανική ἀκόμα ἡλικία, δείχνει ὡριμότητα καί εὐαισθησία. Στή δημοτική ἐκδίδει τό 1915, στό τυπογραφεῖο τῆς «Νέας Ἐφημερίδος» στό Ἡράκλειο, ἕναν μικρό τόμο μέ τίτλο, «Οἱ Κρῆτες στόν ἀγῶνα», ὅπου περιγράφει κυρίως τή δράση τοῦ Κρητικοῦ Συντάγματος στόν πόλεμο.

Φαίνεται πώς ὁ ἀγώνας τῶν Κρητικῶν εἶχε διαβληθεῖ, γι’ αὐτό γράφει στήν εἰσαγωγή: «Δέν ξέρω ποιοί εἶναι οἱ λόγοι πού παρακινοῦν αὐτούς πού μᾶς δυσφημοῦν - ἕνα μονάχα ξέρω: πώς ἡ Κρήτη ἔκαμε πάλι τό καθῆκον της μέ τό παραπάνω - τό ξέρει ὁ Θεός, ἡ πατρίδα καί οἱ μαυροφορεμένες μάνες πού θρηνοῦν σ’ ὅλες τίς πόλεις καί τά χωριά τῆς Κρήτης...». Τά γεγονότα περιγράφονται στόν τόμο αὐτόν ἀπό τήν ἡρωϊκή ἀλλά κάποτε καί ἀπό τήν εὔθυμη πλευρά, πού ἀναγγέλλει τόν μελλοντικό ἠθογράφο. Δίνω ἕνα μικρό χαρακτηριστικό ἀπόσπασμα:

«Οἱ ἄνδρες εἶχαν πάρει τόν ἀέρα τῆς πολιορκίας καί τοῦ θανάτου καί ἐξετίθεντο πάρα πολύ. Μέ τούς ἀπέναντι Τούρκους οἱ Κρητικοί εἶχαν συνάψει γνωριμίες καί φιλίες. Ὅταν μιά φορά μετετοπίσθη γιά λίγες μέρες τό Σύνταγμα καί ἐγύρισε πάλι, οἱ Τοῦρκοι μᾶς ἐφώναξαν: “Ποῦ εἴσαστε τόσες μέρες; σᾶς ἀναζητήξαμε. Κεῖνοι οἱ ἄλλοι πού ἦλθαν δέν μᾶς μιλοῦσαν καθόλου. Ἐμεῖς, ξέρετε, γνωρίζουμε τίς σφαῖρες σας”. Καί ἄλλοτε πάλι: “Γειά σας, παιγνιῶτες Κρητικοί”».

Τά ἴδια αὐτά χρόνια ὁ Καφφετζάκης ἐπηρεάζεται ἀπό τό κίνημα τοῦ δημοτικισμοῦ καί θεωρεῖ ἀπαραίτητη τήν εἰσαγωγή τῆς νεοελληνικῆς γλώσσας στά σχολεῖα. Ὀπαδός καί φανατικός θαυμαστής τοῦ Βενιζέλου, μέ τόν ὁποῖο συνδέεται μέ προσωπική φιλία, ἐγκρίνει ἀπόλυτα τά μεταρρυθμιστικά του σχέδια στήν Παιδεία. Ἐκδίδει τό 1912 ἕνα Ἀλφαβητάριο γιά τήν Α΄ Δημοτικοῦ, πού ἐγκρίνεται ἀπό τό Ὑπουργεῖο Παιδείας καί εἰσάγεται ὡς διδακτικό ἀναγνωστικό βιβλίο στά σχολεῖα τῆς Κρήτης γιά τά σχολικά ἔτη 1912-1914. Ἡ παιδαγωγική εἶναι τομέας πού τόν ἐνδιαφέρει πάντοτε ὡς τά βαθιά του γερατειά. Μαζί μέ τόν καθηγητή Γ. Τσουγκράνη ἐκδίδουν τά Νέα Ἑλληνικά Ἀναγνώσματα γιά τούς μαθητές τῶν Τεχνικῶν καί Ἐμπορικῶν Σχολῶν, πού ἐγκρίνονται ἀπό τό Ὑπουργεῖο Ἐθνικῆς Οἰκονομίας. Θαυμαστής τοῦ Herbart, ὁ ὁποῖος στίς ἀρχές τοῦ αἰῶνα ἀποτελοῦσε κέντρο ἐνδιαφέροντος ὅλων τῶν Ἑλλήνων παιδαγωγῶν, δημοσιεύει τό 1915 μιά μονογραφία γιά τό παιδαγωγικό του σύστημα μέ τίτλο, Ὁ Ἔρβαρτος ὡς παιδαγωγός. Μέ τή σκέψη νά δώσει ἐλεύθερη μόρφωση στούς μικρούς μαθητές, ἀναγνωρίζοντας τήν ἀξία τοῦ ἐξωσχολικοῦ ἀναγνώσματος, ἐκδίδει τά ἔτη 1911-1912 τήν Ἐφημερίδα τῶν μικρῶν, δεκαπενθήμερο παιδικό περιοδικό.

Ἀλλά ἡ παιδαγωγική καί ἡ δημοσιογραφία, ἄν καί ποτέ δέν τίς ἐγκατέλειψε ὁλότελα, δέν εἶναι τό κέντρο τῶν πνευματικῶν ἐνδιαφερόντων τοῦ Καφφετζάκη. Ὅσο περνοῦν τά χρόνια οἱ πνευματικές του ἀναζητήσεις στρέφονται στήν πατρική του γῆ, στίς ἀναμνήσεις τῆς παιδικῆς του ἡλικίας, στό κρητικό χωριό τῆς ἀκόμη τουρκοκρατούμενης Κρήτης, ὅπου ζοῦσε ἕνας ἔξυπνος λαός μέ ἀνύπαρκτη παιδεία, ἀλλά μέ ἔντονες λαϊκές παραδόσεις, ψυχική καλλιέργεια καί τέλεια συγκρότηση. Αὐτοῦ τοῦ λαοῦ τή ζωή περιέγραψε πρῶτος ὁ Ἰωάννης Κονδυλάκης καί τό ἔργο του ἐπηρέασε βαθύτατα τόν Καφφετζάκη.

Τήν πρώτη του ἠθογραφία τήν ἔγραψε τό 1919 καί τήν ἔστειλε χειρόγραφη στόν Κονδυλάκη, πού ἐνθουσιάστηκε καί τοῦ ἔγραψε ἀμέσως τό παρακάτω ἐπαινετικό γράμμα:

Φίλε κ. Μαράντη,

Ἐπεφυλάχθην νά σᾶς γράψω σήμερον τήν γνώμην μου διά τό «Μιχελιό» σας. Μοῦ ἀρέσει χωρίς καμμίαν ἐπιφύλαξιν. Εἰς πολλά σημεῖα τό εὑρίσκω ἀνώτερον τοῦ «Πατούχα» μου. Ὁ διάλογός του εἶναι φυσικώτερος καί ἀληθινώτερος καί τό περιβάλλον πιστότερα ἀντιγραμμένον. Εἰς αὐτό βεβαίως σᾶς ἐβοήθησεν ἡ καλή χρῆσις τῆς Δημοτικῆς γλώσσης, τήν ὁποίαν τόσο καλά χειρίζεσθε. Ἐγώ γράφων τόν Πατούχαν κατά τήν ἐποχήν ἐκείνην ἐκρατοῦσα εἰς τόν γλωσσαμυντορικόν χορόν, ἀδικήσας οὕτως καί τό ἔργον μου καί τήν Δημοτικήν γλῶσσαν, ἐνώπιον τῆς ὁποίας ἐλπίζω νά ἐξαγνισθῶ ἔστω καί εἰς τά γηρατεῖα μου μέ τήν Πρώτην ἀγάπην, γραμμένην, ὅπως εἴδατε, εἰς τήν ζωντανήν γλῶσσαν.

Μέ ἀγάπην

Ἰ. Κονδυλάκης




Τότε ὁ Ἰωάννης Κονδυλάκης γιά νά τιμήσει τόν νέο ἠθογράφο, ὀργάνωσε εἰδική φιλολογική ἑσπερίδα στά Χανιά. Τήν ἴδια βραδιά διαβάστηκαν ἀποσπάσματα ἀπό τό «Μιχελιό» καί τήν «Πρώτη ἀγάπη τοῦ Κονδυλάκη.

Τό Μιχελιό τυπώθηκε τό 1921, ἀνατυπώθηκε στά 1927, 1943 στήν Ἀθήνα καί ἔγινε ἀμέσως ἀγαπητό ἀνάγνωσμα τῶν Κρητῶν. Οἱ ζωντανοί διάλογοι τοῦ ἔργου, γραμμένοι μέ εὔθυμη διάθεση, δίνονται στό γλωσσικό ἰδίωμα τῆς Ἀνατολικῆς Κρήτης, καί ἤδη ἀπό τό πρῶτο αὐτό ἔργο φαίνονται τά συγγραφικά χαρίσματα τοῦ Καφφετζάκη. Ἀκολουθοῦν οἱ Κρητικές Ἀποσπερίδες (διηγήματα) τό 1926, τό Ἐμάθετέ τα; τό 1939. Τό ὄνειρο τοῦ Σταυρούλη τό 1943, Στό Κάστρο τό 1946, οἱ Κρητικές Χριστουγεννιάτικες ἱστορίες τό 1953.

Ἥρωες ὅλων τῶν ἔργων τοῦ Μαράντη εἶναι οἱ ἁπλοί Κρητικοί, πού δέχονται, ὅπως γράφει ὁ ἴδιος, τή ζωή σἄν ἕνα χρέος. «Ἡ ζωή», γράφει, «εἶναι γι’ αὐτούς μιά ἀκατάλυτη τάξη καί σύμφωνα μ’ αὐτή συχναλλάζουν ἡ χαρά μέ τή λύπη, ἡ εὐτυχία μέ τή δυστυχία, τό πένθος μέ τήν παρηγοριά». Δέν λυγίζουν στά χτυπήματα τῆς μοίρας γιατί πιστεύουν ὅτι:

Τό κισιμέτι δέ βουλᾶ, τ’ ἀσήμι δέ σκουργιαίνει

κι’ ὅ,τι εἶναι ἀπό τό Θεό γραφτό ὀπίσω δέ γιαγιέρνει.

Προσταγή τῆς «Μοίρας» εἶναι ἡ ἐργασία γιά τόν ἐπιούσιο καί ὅλη ἡ ζωή διέπεται ἀπό τήν ἔννοια τῆς τιμῆς. «Αὐτή», γράφει, «κυριαρχεῖ μέ αὐστηρότατους ἄγραφους νόμους, πού ἡ προσβολή τους ζητᾶ κυρώσεις χωρίς ἔλεος. Ζοῦν πειθαρχώντας αὐστηρά στίς παραδόσεις τους, πού παίρνουν ἔτσι τήν ἔννοια ἀπαραβάτων νόμων. Ἐπάνω σ’ αὐτές στηρίζονται οἱ κοινωνικές καί οἰκογενειακές ἀξίες καί κάθε ξεστράτισμα ἔχει γιά κύρωση τόν ξεπεσμό ἀπό τήν κοινή ἐκτίμηση».

«Ὁ ἔρωτας ἔχει ἕνα σκοπό: Τήν οἰκογένεια καί τά παιδιά. Ὁ ἄγαμος κι’ ὁ ἄκληρος λογιέται ἀποτυχημένος καί ἀξιοπεριφρόνητος».

Κρίμα σέ σένα, γιασεμί, καί ταίρι νά μήν ἔχεις.

Οἱ ἥρωές του εἶναι σἄν τόν Παντελῆ τό Λαβδάκη (Ἐμάθετέ τα;) πού ὅλοι στό χωριό τόν τιμοῦν. Μιά μέρα ὅμως ὁ ἁγνός καί ἐργατικός αὐτός νοικοκύρης μαθαίνει τήν ἀπαγωγή τῆς κόρης του, καί τότε ἀντιμετωπίζει τό σκληρό δίλημμα. Νά τήν καταραστεῖ καί νά τήν ξεγράψει ἀπό παιδί του γιά νά τόν ποῦν αὐστηρό πατέρα ἤ νά τήν συγχωρέσει καί νά τῆς δώσει τήν εὐχή του. Ἡ λογική καί ἡ ἀγάπη πρός τό παιδί του θά ὑπερισχύσουν τελικά. Οἱ γυναῖκες τοῦ Μαράντη μοιάζουν μέ τή γυναίκα τοῦ Λαβδάκη, τήν Κατερίνα. Εἶναι σκυμμένες ἀπό τό πρωΐ ὡς τό βράδυ στή δουλειά, πειθαρχικές στίς ἐντολές τοῦ συντρόφου τῆς ζωῆς τους, ἀφοσιωμένες στά παιδιά τους, γεμάτες πείρα καί σύνεση. Πολλές φορές, ὅταν ὁ σύζυγος μειονεκτεῖ, εἶναι αὐτές πού παίρνουν τό τιμόνι γιά τό ταξίδι τῆς ζωῆς. Οἱ νέοι εἶναι ζωηροί, χαρούμενοι, μεθυσμένοι ἀπό τή χαρά τῆς νιότης, σἄν τήν κόρη τοῦ Λαβδάκη, τό Γαρεφαλιώ, σἄν τόν ἀγαπημένο της τόν Νικολιό τόν Παπουτσάκη. Ὅλοι ἔχουν τό χαρακτηριστικό κρητικό χιοῦμορ καί ἡ ζωή, στά διηγήματα τοῦ Καφφετζάκη, δίνεται πάντοτε ἀπό τήν εὔθυμη πλευρά της.

Πολλοί ἥρωές του ἀναφέρονται μέ τά παρανόμια πού τούς ἔδιναν οἱ συγχωριανοί τους. Ἡ ὄμορφη καί βεργολυγερή Γαρεφαλιώ στό Ἐμάθετέ τα, ὀνομάζεται «Κολόνα τοῦ Λαβδάκη». Ὁ πατέρας τοῦ Νικολιοῦ, λίγο ἐλαφρόμυαλος, μέ ἔντονη κλίση στό ποτό, λέγεται «Εὐλοητός», ἀπό τή γνωστή θρησκευτική ἔκφραση «Εὐλοητός ὁ Θεός», τήν ὁποία ἐπανελάμβανε συχνά. Ὁ ψηλός, ἀδύνατος νέος στό Ὄνειρο τοῦ Σταυρούλη, λέγεται «Κανελλομάσουρο», ἄλλος παρανομιάζεται «Πατερημός», ἄλλος «Φαητός», ἄλλος «Κινίνος» κτλ. Στό διήγημα, «Οἱ ἄρτοι τοῦ Παπαγιωργάκη», ὁ παπᾶ Γιωργάκης λέγεται «Παπᾶ-Μικιός», καί ὁ καντηλανάφτης του «Λαδόψωμος». Ἡ παρέα τῶν μικρῶν βοηθῶν τοῦ παπᾶ ἀκούεται μέ τά παρανόμια «Πορτοκάλης, Γαρδέλι, Λαδερό, Βιτσίλα, Πιτσιλιό, Κοψαχείλης» κλπ.

Μιά ὁλόκληρη ἐποχή, χαμένη πιά, ἀναπηδᾶ ἀπό τά ἔργα τοῦ Καφφετζάκη. Τό κρητικό χωριό, οἱ ἄνθρωποί του, μέ μία ἄλλη σύλληψη τοῦ κόσμου, φιλόξενοι, θρησκευόμενοι, πιστοί στούς θρύλους καί τίς παραδόσεις τῆς Κρήτης, δεμένοι μέ τά ἤθη καί τά ἔθιμά τους, ζωγραφίζονται ἔντονα στά περισσότερα ἔργα του. Μορφές ζωῆς, πού πέρα ἀπό τή λογοτεχνική τους ἀξία, ἔχουν σήμερα καί ἱστορικό ἐνδιαφέρον γιά τή μελέτη τοῦ πρόσφατου κρητικοῦ παρελθόντος, ζωντανεύουν σέ κάθε σελίδα του.

Περιγράφει τό κρητικό χωριό, πού δέν εἶχε καμμιά σχέση μέ τήν ἀστική νοοτροπία καί μέ τόν σύγχρονο εὐρωπαϊκό πολιτισμό. Ἄγνωστος ἦταν ὁ τουρισμός. Οἱ χωρικοί ἦταν ἀφοσιωμένοι στίς ἀγροτικές δουλειές τους. Διασκέδασή τους ἦταν οἱ «ἀποσπερίδες» κι’ αὐτές ἐν μέρει ἀφιερωμένες στή δουλειά, οἱ θρησκευτικές γιορτές, οἱ γάμοι. Σπάνια ἔφευγαν ἀπό τά χωριά τους. Ἡ συγκοινωνία ἦταν ἀνύπαρκτη. Οἱ μεταφορές γίνονταν μέ τά ζῶα καί μόνο στά πιό μεγάλα χωριά, καί σέ ὁρισμένα ἄλλα σημεῖα, ὑπῆρχαν τά «χάνια», τά ξενοδοχεῖα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ὅπου διανυκτέρευαν ὅσοι ταξίδευαν καί δέν εἶχαν συγγενεῖς νά τούς φιλοξενήσουν. Πόσο διαφορετική ὅμως ἡ νοοτροπία τῶν χανιτζήδων ἀπό αὐτή τῶν σημερινῶν διευθυντῶν τῶν ξενοδοχείων. Ὁ Σταυρούλης, γράφει ὁ Καφφετζάκης στό Ὄνειρο τοῦ Σταυρούλη, ἤτανε ἔξω φρενῶν ὅταν ἔβλεπε πολλή δουλειά στό χάνι του. «Ἡμέρα πού ’ναι πάλι σήμερο! Ἐμαζωχτήκανε πάλι ὅλοι οἱ διαόλοι στό χάνι. Ὧρες ὧρες τσοί πιάνει ἡ μύγια καί ξεκινοῦνε ἀπό τά βορνά κι’ ἀπό τά νοτικά καί μοῦ κουβαλιοῦνται. Δέν ἔχετε, μωρέ, σπίθια νά κάτσετε τόν πισινό σας;».

Στά χάνια ἔμεναν καί οἱ μαθητές, πού ἀπό τά γύρω χωριά πήγαιναν στό μοναδικό Γυμνάσιο τῆς περιοχῆς τους, τῆς Νεαπόλεως. Μιά γραφική ἀναπαράσταση τῆς ζωῆς τους δίνει ὁ Καφφετζάκης στό «Ὄνειρο τοῦ Σταυρούλη».

Εἰκόνες καί τοῦ παλιοῦ Κάστρου μέ τά στενά δρομάκια, ὅταν Χριστιανοί καί Τοῦρκοι ζοῦσαν μαζί, κατοικώντας σέ σπίτια μέ αὐλές γεμάτες λουλούδια, μᾶς δίνει ὁ Καφφετζάκης στό ἔργο του «Στό Κάστρο». Οἱ βόλτες γίνονταν τότε στήν πλατεία τῶν «Τριῶν Καμαρῶν», ἐνῶ τίς ἥσυχες καλοκαιρινές βραδιές οἱ Καστρινοί, Χριστιανοί καί Τοῦρκοι, κατέβαιναν στό Μπεντενάκι. Ἀναφέρει ἀκόμα ὀνομασίες τοῦ Ἡρακλείου πού δέν ἀκούονται πιά, ἤ κτίρια πού ἔχουν παραχωρήσει τή θέση τους στίς νέες ψηλές πολυκατοικίες.

Τίς σχέσεις τῶν δύο στοιχείων, τοῦ κρητικοῦ καί τοῦ τουρκικοῦ, τίς βλέπει ἀπό τήν πλευρά τῆς καθημερινῆς ζωῆς. Μέ εὔθυμη διάθεση ἀλλά καί καλοσύνη, παρατηρεῖ τούς Τούρκους στό διήγημά του γιά τό τουρκικό σχολειό, ἐνῶ στό «Ἕνας ἀπαγορευμένος ἔρωτας» περιγράφει τή συγκινητική ἱστορία ἑνός νέου Κρητικοῦ καί μιᾶς νεαρῆς Τουρκάλας, δίνοντας ταυτοχρόνως καί μιά εἰκόνα τῶν σχέσεων Τούρκων-Χριστιανῶν, πού τόν καιρό τῆς εἰρήνης ἦταν φιλικές. Μερικοί Τοῦρκοι ἦσαν πιό προοδευτικοί ἀπ’ ὅσο οἱ λοιποί συμπατριῶτες τους, ἐνῶ οἱ Κρητικοί, ἰδίως οἱ νέοι, εἶναι γεμᾶτοι ὄχι μόνο ἀπό πατριωτισμό ἀλλά καί ἀπό ἀνησυχίες πνευματικές. «Μέ πρωτοβουλία τοῦ Καζαντζάκη», γράφει ὁ Μαράντης στό ἔργο πού ἀναφέραμε παραπάνω, νέου τότε, ἱδρύθηκε τό πρῶτο φιλολογικό σωματεῖο “Σύλλογος ὁ Σολωμός” μέ κύριο σκοπό τή διάδοση τῆς δημοτικῆς, καί ἔτρεξαν μέ ἐνθουσιασμό νά γραφτοῦνε μέλη του, ὅλοι οἱ προοδευμένοι νέοι τοῦ Κάστρου. Ἡ ἀντίδραση ὅμως ἦταν μεγάλη. Ὄχι μονάχα οἱ παλαιοί ἐπιστήμονες καί μορφωμένοι ἦσαν ὀπαδοί τῆς καθαρεύουσας ἀλλά καί ὁ λαός πῆρε τό μέρος τους καί ἡ προσωνυμία “μαλλιαρός” καί “πλερωμένος” τόν ἐφανάτιζε. Ἔτσι τά μέλη τοῦ “Σολωμοῦ” δέν βρίσκαν ἡσυχία». (Ἕνας ἀπαγορευμένος ἔρωτας).

Μετά τόν Κονδυλάκη ὁ Καφφετζάκης εἶναι σίγουρα ὁ καλύτερος ἠθογράφος μας. Μάλιστα τό Ἐμάθετέ τα; μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ ἴσως ἰσότιμο πρός μερικά ἔργα τοῦ μεγάλου συναδέλφου του. Μεγάλη ἀρετή τοῦ Καφφετζάκη εἶναι ἡ ζωντανή πλούσια γλώσσα του. Τό κρητικό ἰδίωμα ἀποδίδεται στό ἔργο του μέ ὅλη τήν ἐκφραστικότητα καί τή δύναμη πού τό χαρακτηρίζει. Σήμερα πού κάθε μέρα αὐτό, νοθεύεται ἤ παραμερίζεται, ὁ Καφφετζάκης εἶναι πολύτιμος βοηθός καί γιά τή μελέτη τοῦ γλωσσικοῦ ἰδιώματος τῆς Ἀνατολικῆς Κρήτης. Ἡ ζωντάνια τῶν διαλόγων του, πού δίνει ἀνάγλυφη τή νοοτροπία καί τόν χαρακτῆρα τῶν ἡρώων του, εἶναι τό κύριο χάρισμα τῶν ἔργων του. Ὁ Ἰ. Μ. Παναγιωτόπουλος ἔγραψε γιά τό Ἐμάθετέ τα; (Πρωΐα 4-3-1940): «Ἔχει μιά μεγάλη ἀρετή: τήν ἀκρίβεια καί τήν ὁλόδροση ζωντάνια τοῦ διαλόγου... Τό καινούργιο τοῦτο ἔργο τοῦ Μαράντη θυμίζει τό μεγάλο μνημεῖο τῆς κρητικῆς ἠθογραφίας - τόν Πατούχα τοῦ Ἰ. Κονδυλάκη». Ὁ Μαράντης εἶχε ἀκόμα τό χάρισμα πού ἔχουν οἱ ταλαντοῦχοι συγγραφεῖς: τήν ἄνετη γραφή. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ κρίση τοῦ Λευτέρη Ἀλεξίου γιά τό ἴδιο ἔργο πού ἔκρινε καί ὁ Ἰ. Μ. Παναγιωτόπουλος: «Τό βιβλίο τοῦ κ. Μαράντη, συγκινεῖ, καί συγκινεῖ ἀβίαστα, χωρίς κἄν νά φαίνεται ἡ προσπάθεια τοῦ συγγραφέα. Κατορθώνει δηλαδή νά κερδίσει τήν “ἀπροσπάθητον νίκην” πού κερδίζουν μόνο οἱ ἀληθινά μεγάλοι». Ὁ Ναπ. Λαπαθιώτης χαρακτηρίζει τό Ἐμάθετέ τα; «ὅλο παλμό καί κίνηση κι’ ἀφέλεια ὑποδειγματική ἠθογραφία...κλασική στό εἶδος της». (Νέα Ἑστία, τόμ. 27/1940, 775 κ. ἑ.).

Ἄνθρωπος ἐξαιρετικά σεμνός, μέ ὑψηλό ἦθος, μεγάλη καλοσύνη καί ζωηρό πνεῦμα, ὁ Καφφετζάκης εἶχε τό χάρισμα νά γίνεται ἐξαιρετικά ἀγαπητός σέ μικρούς καί μεγάλους, σέ ἀγράμματους καί σοφούς. Ἄν καί τό ἔργο του γνώρισε εὔκολη καί γρήγορη ἀναγνώριση, ὁ ἴδιος μιλοῦσε σπάνια γι’ αὐτό. Εἶχε ἔντονη φιλοσοφική διάθεση, πού τόν ὁδηγοῦσε στήν περισυλλογή, καί στά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του ἀσχολήθηκε ἐρασιτεχνικά μέ τήν ἰνδική ποίηση, ἀπό μιά ἔντονη ἀνησυχία νά γνωρίσει καί ἄλλες μορφές ζωῆς. (Εἶχε ἑτοιμάσει μιάν ἔκδοση τῆς Ραγκουβάνσα, μεταγλωττισμένης στή δημοτική ἀπό τήν παλιά μετάφραση τοῦ Γαλανοῦ). Ἔμεινε ὅμως πάντα ἕνας νοσταλγός τῆς παλιᾶς Κρήτης πού γνώρισε στά παιδικά του χρόνια, καί εἶχε ὡς τήν τελευταία στιγμή του, τήν εὔθυμη διάθεση καί τή δύναμη νά ἀντιμετωπίζει τή ζωή. Ἔμεινε ἕνας γνήσιος Κρητικός. Ἀπό τήν παλιά Κρήτη περιέσωσε στοιχεῖα γλώσσας καί νοοτροπίας, καθώς καί ἀξιόλογες μαντινάδες, ἐνταγμένες στά κείμενά του. Ἡ γενέτειρά του καί τό Ἡράκλειο, τόν τίμησαν δίνοντας σέ δρόμους τό ὄνομά του.