
Ὁ Βαρελομανώλης ἤτανε ἕνας ἀπό τούς καλούς νοικοκυραίους τοῦ χωριοῦ· καί ἄν καί ἀγράμματος εἶχε καλή ἐχτίμηση, γιατί καί καπετάνιος ἤτανε στά ᾽97 κι᾽ εἶχε μάλιστα λαβωθεῖ σέ κάποια μάχη τῶν Ἀρχανῶν, μά καί ἤτανε ἀπό τούς λίγους πού ἀγαποῦσαν τήν πρόοδο στό χωριό. Ψηλός, μέ ξανθειά γενειάδα, καλοκαταστεμένος πάντα, μέ τό «σπαστό» φέσι του καί τό ὁλοκόκκινο ἀπό ὑγεία πρόσωπο, εἶχε ἐξαιρετικά καλή καρδιά, χορευτής φημισμένος σ᾽ ὅλη τήν ἐπαρχία ἀπό τά νιᾶτα του καί γλεντζές μαζί καί παληκάρι ξακουστό. Οἱ περιστάσεις δέν ἄφηκαν τόν πατέρα του νά τόν στείλη στό σκολειό ἀπό μικρό καί ἔτσι ἔμεινε ἀγράμματος καί πάντα τὄχε μεγάλο καημό. Ἤτανε ὅμως τόσο λογικός, πού λογαριαζότανε ἕνας ἀπό τούς προὔχοντες καί πάντα, ὅταν γινότανε συνεδρίαση γιά καμμιά ἀπόφαση γιά τό καλό τοῦ χωριοῦ, ὁ Βαρελομανώλης εἶχε σεβαστή γνώμη. Ἄν καί εἶχε μεγάλα εἰσοδήματα ἀπό τήν περιουσία του, ἐδούλευε καί ὁ ἴδιος στά κτήματά του σάν ἕνας ἁπλός ἐργάτης ὅλο τό χρόνο, γιατί «ἐτσά ἤκανε κι᾽ ὁ πατέρας του» καί γιατί εἶχε τήν ἀρχή πώς ὁ νοικοκύρης γιά νά μείνη τέτοιος, πρέπει κι᾽ ὁ ἴδιος νά ἐργάζεται.