
Μαρία Ἀντουανέτα
ἡ ἀγαπητικιά μου
Ὅταν ἔγινε ὁ ἀρραβώνας τοῦ Καλλιοῦ τσῆ Μαυρογιάννενας μέ τό Γεωργιό τοῦ Καβετζονικόλη, εἶχε προσκαλεστεῖ ὅλο τό χωριό. Πολύ λίγα ἤσανε τά γλέντια πού γενήκανε σάν τό γλέντι ἐκεῖνο. Ἡ ἀλήθεια ἤτανε πώς ὁ Καβετζονικόλης τὄλεγε ἀπό καιρό: - «Ὄντο δά ἀρραβωνιάσω τό Γιωργιό μου, θά χαλάσει τό χωριό!».
Κι᾽ ἔτσι γίνηκε πραγματικά. Δυό μέρες πρωτύτερα ἄναβαν οἱ φοῦρνοι κι᾽ ἔβγαζαν ᾽φτάζυμα. Τά καλύτερα σφαχτά κουβαλήθηκαν ἀπό τό μετόχι. «Μπρέ μόνο στό καζάνι πού ψήθηκε τό πιλάφι ἐμετρήσανε πάνω ἀπό 40 ὀρνιθοκεφαλές» -ἄσε τά γουρούνια, τά κυνήγια, τά τυριά καί τίς μυζήθρες, τά κρασιά καί τίς ρακές... Τό γλέντι κράτησε δυό νύχτες καί μιά μέρα. Κατά τά ἐξημερώματα τῆς πρώτης βραδυᾶς, ἔτυχε νά κάθωμαι σ᾽ ἕνα πεζούλι ἔξω στήν αὐλή καί κύτταζα τό δεύτερο χορό πού εἶχαν στελειώσει καί κεῖ γιατί δέν τούς χωροῦσε τό πόρτεγο. Δίπλα μου ἦρθε καί κάθησε ὁ Μανωληός ὁ Συλλιγάρδος, ἕνας διαβασμένος γέρος ὡς 80 χρονῶν, παλιός καπετάνιος, συγγενής τοῦ σπιτιοῦ καί σοβαρός ἄνθρωπος.
Ἐκείνη τήν ὥρα ἐχόρευαν πεντοζάλη.
- Κατέχεις το, μοῦ λέει μιά στιγμή ὁ Μανωληός, πώς μέ τόν πεντοζάλη τήνε γλυτώσανε φτηνά κάμποσοι Κρητικοί στό Παρίσι τόν παλιό καιρό;
- Δέν ἔτυχε νά τ᾽ ἀκούσω, καπετάν Μανωλάκη, τοῦ εἶπα.
- Ε! νά σοῦ πῶ ἐγώ. Ἔχεις ἀκουστά, ἄρχιξε, πώς τόν παλιό καιρό, οἱ Κρητικοί ἤσανε ἀπειρατές, πού πάει νά πεῖ πώς εἴχανε καράβια ἁρματωμένα καί γυρίζανε στή θάλασσα κι᾽ ἅμα ἤθελα βροῦνε κανένα Τούρκικο καράβι τοῦ χύνουντανε* καί τό πνίγανε. Ἕνας τέτοιος ἀπειρατής ἤτονε καί ἕνας, Χατζηνικολῆ τόνε λέγανε καί σἄν νά μοὔπανε πώς ἤτονε ἀποτά ποθές ἀπού τά Μάταλα. Ὁ Χατζηνικολῆς τό λοιπός εἶχε κι᾽ αὐτός ἕνα μεγάλο καράβι ἁρματωμένο μέ 25 Σφακιανά παληκάρια, ἕνα κι ἕνα διαλεχτά καί ἤτανε ὁ φόβος καί ὁ τρόμος στά νοτικά νερά τσῆ Κρήτης, γιατί ἀπό κειά ἤτονε τό πέρασμα πολλῶ Τούρκικω καραβιῶ κατά τήν Ἀλεξάντρα. Ἀπάνω ἀπό 20 καράβια ἐλέγανε πώς εἶχε βουλιαγμένα. Ἤτονε ἡ ἐποχή πού ἤτονε ὁ Ὀρλώφ στήν Ἑλλάδα. Μιά ἀργατινή, ὅμως, τονε μπλοκάρανε δυό Φράγκικα καράβια ἀπό ᾽κεῖνα πού κυνηγούσανε ἀπειρατές κι᾽ ἀνοίγουνε μάχη παιδί μου -ἕνα καράβι τοῦ Χατζηνικολῆ δυό τά Φράγκικα- κι᾽ ἐβάσταξε ἡ μάχη ἕνα μερόνυχτο, ὡς πού στά ὑστερνά αἰχμαλωτίστηκε ὁ Χατζηνικολῆς μέ τό καράβι του καί μέ τά παληκάρια του ὅλα πληγωμένα. Τσοί παίρνουνε τό λοιπός καί τσοί πᾶνε στή Μαρσίλια κι᾽ ἀπό ᾽κειά πάλι....