
Ἐμάζευε ὕστερα, χόρτα καί κλαδιά ἀπό τό δρόμο γιά τά ζωντανά του καί γύριζε φορτωμένος στό σπίτι, ὅπου ἡ Χατζή-Καλλιώ τοῦ σέρβιρε τό καθιερωμένο πρωϊνό του: Ἕνα κομμάτι κρίθινη κουλούρα καί λίγες ἐλιές. Ἔφευγε ὕστερα καί πήγαινε στό χάνι, ὅπου ὁ Σταυρούλης τόν ὑποδεχότανε μέ τό πρωϊνό του κέφι καί τήν ψιλή του φωνή:
- Καλημέρα Μανωλάκη...καλῶς μᾶς ὥρισες... καλῶς μᾶσε κόπιαζες. Κάτσε νά ξεκουραστῆς, κι᾽ ἀπόϊ νά πᾶ νά βάλλης μιά ὁλιά* κρασί, νά πιάσωμε δουλειά....
Ὁ Πατερημός ἀκούγοντας αὐτά ἐχαμογελοῦσε καί κουνοῦσε τό κεφάλι του εὐχαριστημένος.
Ὕστερα, ἀφοῦ καί οἱ δυό τά κοπανοῦσαν ἀρκετά, ὁ Πατερημός ἄρχιζε τήν καθιερωμένη, στερεότυπη δουλειά του, νά πλύνη τή γούρνα πού πότιζαν τά ζῶα, νά καθαρίση τό στάβλο κι᾽ ὅλο τό χάνι καί τό πεζοδρόμιο, νά γεμίζη τά σταμνιά ἀπό τή διπλανή βρύση καί νά πλύνη τά τραπέζια καί τά ποτήρια...
Τή δουλειά τήν σταματοῦσε συχνά, ἐννοεῖται, γιατί ὁ Σταυρούλης, πού κάθε λίγο καί λιγάκι ἐπήγαινε στό βαρέλι, τοῦ φώναζε νά τοῦ κάνη συντροφιά.
- Ἔ! Μανωλάκη! ξεκουράσου δά μιά ὁλιά, νά πιοῦμε καί κανένα κρασί, καί ξεράθηκε* ὁ λαιμός μου.
Ὁ Πατερημός δέν ἤθελε πολλά παρακάλια καί τἄφηνε «λυτά, δεμένα» καί τραβοῦσε στό βαρέλι.
Ἐκεῖ ὄρθιοι καί οἱ δυό ἔπιναν ὅσο τούς κρατοῦσε ἡ ψυχή τους, κι᾽ ὕστερα πάλι ὁ Σταυρούλης τοὔλεγε:
- Ἔ! ἐστελιωθήκαμε* πάλι μιά ὁλιά, μόνο ἄντε νά πᾶ πιάσης δουλειά!...
Καί ὁ Πατερημός πειθήνιος, ἐξεκινοῦσε τρικλίζοντας ὕστερα ἀπό τή σπονδή ψιθυρίζοντας:
- «Καί οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου...»
Ὅταν ὅμως τά παράπιναν κι᾽ ὁ Σταυρούλης τόν ἔβλεπε νά τρικλίζη τοὔλεγε:
- Μπρέ τήν εὐφραίνει τήν καρδία ὁ οἶνος, εἶναι ἀλήθεια Μανωλάκη, μά ξεστελιώνει* καί τά πόδια... νά! νά! Κἄ, Καί εὐλογημένε, νά πέσης θές!
Ὁ Πατερημός ἔκανε δυό τρεῖς κινήσεις μέ τή σκούπα, ὕστερα ὅμως καταλάβαινε πώς θά πέση κι᾽ ἔπιανε τό μακρύ ξύλο της, προσπαθώντας νά στηριχθῆ πάνω του, ταλαντευόμενος ἐδῶ κι᾽ ἐκεῖ, ὥσπου μιά στιγμή ξαπλωνότανε κάτω...
Ὁ Σταυρούλης, τότε, ἐπήγαινε νά τόν σηκώση, μά καθώς προσπαθοῦσε, ἔπεφτε κι᾽ αὐτός καί τότε τόν ἄκουες νά λέη:
- Ἐδά δά πῆς, πώς ἤπεσα κι᾽ ἐγώ! Ναί; Λάθος κάνεις! τήν παντόφλα μου ἤθελα νά δῶ, ἀνήν* ἐξεκαρφώθηκε ἀπό κάτω καί ἤσκυψα, καί μπέρδεψε ἡ βράκα μου κι᾽ ἤπεσα...
Ὁ Πατερημός σηκωνότανε σέ λίγο, μά δέν μποροῦσε νά στηριχτῆ κι᾽ ἔτρεχε τρικλίζοντας κατά τόν τοῖχο.
Καί ὁ Σταυρούλης βλέποντάς τον, τοῦ φώναζε γελώντας:
- Τοῖχο κράθιε* Μανωλάκη καί μή φοβᾶσαι!.
Ὁ Πατερημός τότε, ἅμα στηριζότανε στόν τοῖχο, γύριζε, καί καθώς κοίταζε τό Σταυρούλη πεσμένο ἀκόμη χάμω τοὔλεγε:
- Ἤπιασα ᾽γώ τό τοῖχο! μά τοὐλόγου σου*, δά δοῦμε δά, πῶς δά σηκωθῆς!
- Αὐτό ᾽ναι μεγάλη δουλειά, Μανωλάκη!... Δυό ὧρες σκέφτομαι δά, μά δέ μπορῶ νά βρῶ μόδο - τρόπο* νά σκωθῶ!
- Ὤφου! καί σἄ νά μοῦ φαίνεται, Σταυρούλη, πώς ἐμέθυσες!
Στό ἄκουσμα αὐτό, ὁ Σταυρούλης διαμαρτυρότανε πάντα.
- Ποιός μωρέ ἐμέθυσε; Ἐγώ μωρέ ἐμέθυσα γἤ ἐσύ, ἄδικο νά σοῦ λάχη! Ντά, πῶς βολεῖ νά μή σκωθῶ καί δά σοῦ δείξω ᾽γώ...