Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

Κρητικές Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες


Βάστα, σύντεκνε, κι’ οἱ καμπάνες παίζουνε!

Ὁ σύντεκνος, ἡ συντέκνισσα καί τό Ρηνιό, νύχτα ἀκόμη εἶχαν τελειώσει τίς δουλειές τους καί φοροῦσαν κιόλας τά γιορτινά τους.

Κι’ ὅλοι μαζί σέ λίγο ξεκινούσαμε γιά τήν ἐκκλησία. Στό δρόμο ὁ σύντεκνος μέ ρώτησε:

- Θαρρῶ πώς ψάλλεις σύντεκνε;

- Δέν ἤκαμα ποτέ μου τέθοια δουλειά σύντεκνε!

- Ντά πῶς ἤψαλες στή βάφτιση τό «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε;»

- Αὐτό τό πρωτόλεγε ὁ παπᾶς κι’ ἀκολουθοῦσα κι’ ἐγώ...

- Δέ γατέω ’γώ, σήμερο δά πεῖς τό «Χριστός γεννᾶται». Στό χωριό εἶναι παλιό ἔθιμο νά τό πρωτολέη ὁ ξένος πού βρίσκεται στήν ἐκκλησά.

- Καί σά δέ γατέω νά ψάλλω;

- Σέ μένα δά τά λές ἐδά σύντεκνε τουτανά; Νά τό πῆς θές καί θά πιῆς καί κρυγιό νερό!

Ἐνόμισα πώς ἀστειευότανε, μά μόλις μπήκαμε στήν ἐκκλησία καί ἀνάψαμε τά κεριά μας καί προσκυνήσαμε, ὁ σύντεκνος μ’ ἅρπαξε ἀπό τό χέρι καί σπρώχνοντας τόν κόσμο μέ ὁδήγησε ὡς τό χορό τῶν ψαλτῶν πού ἔψαλλε κείνη τήν ὥρα τόν Ὄρθρο. Ἐφώναξε τότε τόν ἐπί κεφαλῆς ψάλτη καί τοὖπε μέ σιγανή φωνή: «Νά σοῦ συστήσω τό σύντεκνό μου. Εἶναι ὁ ξένος μας ἀπόψε, μόνο βάλε τονε στό στασίδι νά πῆ τό Χριστός γεννᾶται...» Μοῦ φάνηκε πώς ἔπεσε ἡ ἐκκλησία καί μέ πλάκωσε: Ἄρχισα νά διαμαρτύρωμαι στόν ἀρχιψάλτη: «Σᾶς βεβαιῶ πώς δέν ξέρω! δέν ἔψαλλα ποτέ μου...». Μά ὁ σύντεκνος θυμωμένος ἐπενέβη: «Μήν τόν ἀκοῦς! αὐτός κάνει τά μουτσουτσούνια* του!» καί ἀπομακρύνθηκε ψιθυρίζοντας στούς ἐκκλησιαζομένους πού πλησίαζε: «Ὁ σύντεκνός μου δά πῆ ἀπόψε τό Χριστός γεννᾶται!...»

Ποτέ στή ζωή μου δέν εἶχα βρεθεῖ σέ δυσκολώτερη θέση. Προσπάθησα νά πείσω τόν ἀρχιψάλτη ἄλλη μιά φορά πώς δέν ξέρω νά ψάλλω, ἀλλά αὐτός μέ κύτταζε μέ εἰρωνικώτατο βλέμμα χαμογελώντας, σάν νά μοὔλεγε «...ἀλλοῦ νά τά λές αὐτά...» Ἡ καταδίκη ἦταν ὁριστική. Ἔπρεπε νά πῶ τό τροπάρι! Στό μεταξύ τό πυκνό ἐκκλησίασμα εἶχε πληροφορηθῆ χάρις στή φροντίδα τοῦ συντέκνου μου τό.... μελλούμενο γεγονός, καί μέ κύτταζαν ὅλοι, ἄντρες καί γυναῖκες. Ἔξαφνα ὁ ἀρχιψάλτης μοῦ φωνάζει: «ἕτοιμος, ἐγώ θά σοῦ κρατῶ τό ἴσο» καί μοῦ παρουσίασε ἀνοιχτό ἕνα βιβλίο μέ νότες ἐκκλησιαστικές, πού δέν καταλάβαινα τίποτε! «Ὀμπρός», μοῦ φώναξε ἐπιτακτικά. Ὁ ἰδρώτας ἔτρεχε ἀπό τό πρόσωπό μου ποτάμι, τά εἶχα κυριολεκτικῶς χαμένα. Ἔνοιωθα ὅλα τά μάτια νἆναι καρφωμένα πάνω μου καί νά μέ κυττάζουν καί ἄνοιξα τό στόμα μου: Θεία ἔμπνευση μοῦ θύμισε πάνω κάτω τόν ἦχο στήν ἀρχή... «Χριστός γεννᾶται», φώναξα μέ δύναμη καί σά νά πῆρα θάρρος τράβηξα παρακάτω, ὅταν ἀκούω τόν ἀρχιψάλτη νά μοῦ λέει: «Πρόσεχε, ἤλλαξες τόν ἦχο!» «Βοήθα μωρέ διάολε!» τοῦ λέω, καί ...τό ἀποτελείωσε αὐτός.

Τό ἐκκλησίασμα στήν ἀρχή φάνηκε ἔκπληκτο, μά ὕστερα ἄρχισαν ὅλοι νά κρυφογελοῦν καί νά μέ κυττάζουν σά νά μοὔλεγαν, «Μέ τσ’ ὑγεῖες σου!».