
Ὅταν ὁ Παντελῆς ἐπερνοῦσε ἀπό τοῦ Φουσκαντώνη τό καφενεῖο, ἐπέζεψε καί ἀφῆκε τό γάϊδαρο νά πάει μοναχός στό σπίτι κι᾽ αὐτός ἐμπῆκε μέσα. Τό καφενεῖο ἤτανε γεμᾶτο ἀπό πελάτες πού συζητοῦσαν θορυβωδέστατα γιά τό φόνο. Ὁ Φουσκαντώνης, ὅταν εἶδε τόν Παντελῆ, ἔτρεξε νά τόν ὑποδεχθῆ.
- Καλῶς τόν Παντελῆ! Ἰντά ᾽σανε τουτανά στό χωριό μας ἀπού δέν ἐκούστηκε ποτέ γιά φονικό!
- Ἡ κακή ὥρα εἶπε ὁ Παντελῆς, ἐνῷ ἐκάθισε δίπλα σέ μιά παρέα καί παρήγγειλε ἕνα καφέ.
- Κι᾽ ἐγώ σέ εἶχα γιά τά «Περάμπελα», γιάντα γύρισες; συνέχισε ὁ Ἀντώνης.
- Ἐμετάνιωσα, εἶπε ὁ Παντελῆς καί σκύβοντας στ᾽ αὐτί τοὖπε: Ἀργά, ἀπού δἀρθῆ ὁ Κωστῆς νά πάρης καί τή Δοξανιά καί νἄρθετε ὅλοι μαζί στό σπίτι.
- Μετά χαρᾶς σου Παντελῆ! Εἶπε χαρούμενος ὁ Ἀντώνης καί ἐτράβηξε στό τζάκι γιά νά τοῦ κάμει τόν καφέ.
Οἱ πελάτες ἐν τῷ μεταξύ ἐξακολουθοῦσαν τά σχόλια γιά τό φονικό:
- Ὁ Ροβιθοκωνσταντῆς ἤπρεπε νά σκοτώση τή Φωτεινή! Αὐτή ἤτονε ἡ ἀφορμή, γιατί ἄνη δέν ἐκουνοῦσε ἐκείνη τήν ὀρά* τση δέν ἤθελα πάει ὁ μακαρίτης ὁ Τυρομιχάλης νά τηνε βρῆ.
- Σωστό! αὐτή τονε ἡ ἀφορμή.
- Οἱ χωροφυλάκοι ἐλέγανε πώς ὁ σφαμένος* ἐκρατοῦσε στή χέρα του κι᾽ αὐτός μαχαῖρι καί πώς φαίνεται ὁ Τυρομιχάλης πρῶτος τῶσε χύθηκε.
- Μά ἀντριγειά ἤτονε δά αὐτή; νά πᾶνε δυό γιά ἕνα;
- Δέ θέλω νά πάρω κιανένα ἀπάνω μου, μωρέ παιδιά, μά ὁ Ροβιθοκωνσταντῆς δέν εἶναι ἄθρωπος γιά νά γενῆ φονιάς. Αὐτός, λέω ᾽γώ, ἐπῆρε τό Ρογαλιδάκη νά πᾶ τοῦ τσοί βρέξουνε καί νά τόνε ξεγιβεντίσουνε κιόλας, εἶπε ὁ Μανωλιός ὁ σαμαρᾶς.
- Ἔ! Κι᾽ ὕστερα;
- Ὕστερα φαίνεται πώς τσ᾽ εἶδε ὁ Τυρομιχάλης καί πῆρε τό μαχαῖρι κι᾽ ὡς τό νά τόνε δοῦνε αὐτοί μέ τό μαχαῖρι, γἤ ἐφοβηθήκανε, γἤ ἤψανε τά αἵματά τως καί γίνηκε τό κακό. Ἐτσά ᾽κουσα ᾽γώ καί τή Λεβεντοβασίλενα ἀποὖναι γεινόνισσα κι᾽ ἤλεγε, εἶπε ὁ Μανωλιός.
- Πάει κι ἐτσά! Ἐγώ ὅμως λέω πώς ὁ Ροβιθοκωνσταντῆς ἀπού ἀγαποῦσε ἀκόμη τή γυναῖκα του -κι᾽ αὐτή τοὖχε μηνυμένα πολλές φορές πώς δέν τόν ἤθελε μπλιό μουδέ* στή γῆ, μουδέ στόν οὐρανό- ἅμα εἶδε πώς ἤβαλε στό σπίτι τση τόν Τυρομιχάλη, ἐπῆρε τήν ἀπόφαση νά τόνε σκοτώση γιά νά ᾽κουστῆ ἡ ἀτιμία τση.