Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

Οἱ Κρῆτες στόν ἀγῶνα

Ὁ Νοέμβριος ἐπλησίαζε στό τέλος του πιά. Βροχές, λάσπες, κρῦο, ἀπραξία, ἄρχισαν νά ἐκνευρίζουν τά γεμᾶτα ἀπό πολεμικόν μένος παλληκάρια. Μέσα στήν ψυχολογική αὐτή κατάστασι κάποια εἴδησις ἄρχισε σάν ἀστραπή νά μεταδίδεται στούς λόχους.

- Αὔριο θἄχουμε μάχη!

Τό Θεριό τοῦ ἐνθουσιασμοῦ ἄρχισε πάλιν νά μαίνεται - τό θάρρος ἐξανάνιωσε καί τά τουφέκια ἔτριξαν μέσα στά νευρώδικα χέρια τῶν ὥριμων παλληκαριῶν πού «θά τὄδειχναν αὔριο»...

Τό πρωΐ ἐξελίσσοντο σέ μικρές γραμμές στόν μικρό κάμπον τῶν Πεστῶν, κάτω ἀπό τές πρῶτες ἀχτίνες τοῦ χειμερινοῦ ἥλιου, πιάνοντας τά γύρω ὑψώματα.

Ἡ μάχη θἄρχιζε σέ λίγο.

Πίσω ἀπό ἕνα δενδρόφυτο λόφο, τό πυροβολικό μας ἀπό τό πρωΐ «ἐκελαδοῦσε» τή λευτεριά στούς ἀπέναντι σκλάβους. Οἱ Λόχοι τῶν Κρητῶν προχωροῦν ὁλοένα ἀπό τό ἀριστερό καί τό Κέντρον πρός τά Πεστά. Εἴκοσι ἐχθρικά κανόνια χτυποῦνε τίς γραμμές μας, χτυποῦν τό πυροβολικό μας. Διάβολε, εἶναι περισσότερα!

Ὅμως δέν ἔχουμε καιρό νά σκεφτοῦμε περισσότερο, γιατί ἡ πρωτοπορία ἄρχισε τή συμπλοκή. Οἱ Λόχοι τοῦ Ταγματάρχη Ρήγα εἶχαν πρῶτοι τήν εὐτυχίαν αὐτή.

Σέ λίγο ἡ φωτιά γενικεύεται. Οἱ ἐφεδρικοί λόχοι πηγαίνουν κι᾽ αὐτοί στή γραμμή. Οἱ εὔζωνοι στό δεξιόν μέ τά ὀρειβατικά μαίνονται. Ἕνα «πῦρ» ἀδιάκοπο, συνεχές, ἀπό τό δεξιό στό Κέντρον κι᾽ ἀπό κεῖ στό ἀριστερόν ἐκδηλώνει πολύ ἐκφραστικά τή λύσσα τῶν μαχομένων. Τό Τουρκικόν πυροβολικόν ἀπαντᾶ μέ συνεχῆ πυρά καί εἶναι ὑπέρτερον ἀπό τό δικό μας. Κάποιος ἀξιωματικός μοῦ λέει πώς θἄχουμε πολλάς ἀπωλείας. Μεσημέρι πλιά! Κάμποσα κανόνια ἐχθρικά ἔχουν σιγήσει. Καί ὕστερα μιά φωνή «Ὑποχωροῦν!»

Μόνον ἕνας πού ἐδοκίμασε τό μεθύσι τῆς μάχης καί ἄφησε τήν ψυχή του νά ναρκωθῆ στόν καπνό τοῦ μπαρουτιοῦ μπορεῖ νά νιώση τί θά πῆ αὐτή ἡ λέξις.

Εἶναι τό κρασί πού φέρνει ὁ Ἄρης πάνω ἀπό τόν Ὄλυμπο νά πληρώση τούς μαχομένους.

Δύο πυροβόλα ἐκράτησαν τήν ὑποχώρησίν τους.

Δύο πυροβόλα μᾶς ἐκράτησαν ἐπί ὥρας στάς θέσεις μας. Ὑπέροχον παράδειγμα αὐτοθυσίας οἱ γενναῖοι αὐτοί πυροβοληταί. Τί ἄν ἦσαν Τοῦρκοι;

Ὅταν ξαπλωμένοι νεκροί πάνω στό κανόνι ἔδειχναν τό ματωμένο τους πρόσωπο, οἱ στρατιῶται μας τούς ἐχαιρέτησαν στρατιωτικώτατα. Ἐχαιρετοῦσαν ἀληθινά τήν γενναιότητα...

Τό βράδυ ἔμπαιναν στά Πεστά οἱ πρῶτοι Λόχοι.

Πρώτη φορά λουσμένοι στά νάματα τῆς Νίκης καί τοῦ Θριάμβου, οἱ στρατιῶται μας ἦσαν ἔξαλλοι.

Ἡ Πατρίδα τούς ἐφιλοῦσε τώρα καί τούς ἐχάϊδευε.

Ἐκεῖ μέσα στίς φωτιές, πού ἄναψαν ἐκεῖνο τό βράδυ, ἀπό τή μιά ἄκρη ὡς τήν ἄλλη τῆς γραμμῆς, διεγράφοντο, ὄχι πιά σιλουέτες στρατιωτῶν, ἀλλά τρελλῶν παιδιῶν!

Τό πρωΐ ἐπατούσαμε τό ἐλευθερωμένο ἀπό χθές ἔδαφος. Τίποτε δέν μποροῦσε νά μᾶς κάμη νά πιστέψουμε πώς σέ δυό τό πολύ μέρες δέν θἄμαστε στά Γιάννενα!